επικαρπούμαι

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

-όομαι και ἐπικαρπώνομαι
1. (νομ.) έχω ή παίρνω την επικαρπία ενός πράγματος
2. γεν. καρπώνομαι, εκμεταλλεύομαι, νέμομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπούμαι «φέρω καρπό, απολαμβάνω»].