εἶτα ὁ γνώμων μοί πως ἀνίσταται → then my tool suddenly stood up
ἐπικλεής, -ές (Α)1. περίφημος, ένδοξος, ξακουστός («ἐπικλεὲς ἄστυ», Απολλ. Ρόδ.)2. αυτός που πήρε το όνομά του από κάτι («λάβρακα σφετέρησιν ἐπικλέα λαβροσύνησιν», Οππ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κλεής (< κλέος «δόξα»)].