επικνίζω

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek Monolingual

ἐπικνίζω (Α)
1. ξύνω στην επιφάνεια
2. (για άροτρο) σχίζω
3. «ἐπικνίζεται
δάκνεται» (Λεξικό Σούδα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κνίζω «ξύνω»].