επινέφελος
From LSJ
Γυνὴ τὸ σύνολόν ἐστι δαπανηρὸν φύσει → Natura fecit sumptuosas feminas → Es ist die Frau durchaus kostspielig von Natur
Greek Monolingual
ο (Α ἐπινέφελος, -ον)
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, του οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός
αρχ.
1. συννεφιασμένος, νεφελώδης
2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.)
3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα («ἐπινέφελοι οἱ βορέαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεφέλη.