ἐπινέφελος

From LSJ

Ὅπλον μέγιστόν ἐστιν ἡ ἀρετὴ βροτοῖς → Virtus hominibus arma praestantissima → Die stärkste Wehr ist für den Menschen Tüchtigkeit

Menander, Monostichoi, 433
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπινέφελος Medium diacritics: ἐπινέφελος Low diacritics: επινέφελος Capitals: ΕΠΙΝΕΦΕΛΟΣ
Transliteration A: epinéphelos Transliteration B: epinephelos Transliteration C: epinefelos Beta Code: e)pine/felos

English (LSJ)

ἐπινέφελον,
A clouded, overcast, Hp.Epid.3.2, Pl.Com.65; ἐπινεφέλων ἐόντων the weather being cloudy, Hdt.7.37, cf. Arist.Pr.939b15; τὰ ἐ. ib.33; ὅταν ἐπινέφελον ᾖ, opp. αἰθρίας οὔσης, Id.Mete.369b23, cf. Pr.939b39; ἐ. οὖρον clouded urine, Hp.Aph.4.71, cf.Gal.17(1).494.
II. bringing clouds, οἱ βορέαι Arist.Pr.947b5.

German (Pape)

[Seite 965] umwölkt; ἐπινεφέλων ὄντων, bei bewölktem Himmel, Her. 7, 37, wie Arist. probl. 25, 18; ὅταν ἐπινέφελον ᾖ meteorl. 2, 9; Plat. com. bei B. A. 96; – ἐναιώρημα, Wolken im Urin, Hippocr.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
couvert de nuages, nuageux : ἐπινεφέλων ὄντων HDT lorsque le temps est nuageux.
Étymologie: ἐπί, νεφέλη.

Russian (Dvoretsky)

ἐπινέφελος:
1 покрытый облаками, облачный: οὐκ ἐπινεφέλων ὄντων Her. когда небо (было) безоблачно; ἐπινεφέλων ὄντων, ἐν τοῖς ἐπινεφέλοις или ὅταν ἐπινέφελον ᾖ Arst. в облачную погоду;
2 несущий облака (οἱ βορέαι Arst.).

Greek (Liddell-Scott)

ἐπινέφελος: -ον, (νεφέλη) κεκαλυμμένος ὑπὸ νεφέλης, ἐπινεφής, οὔτ’ ἐπινεφέλων ἐόντων, μὴ ὄντος τοῦ καιροῦ νεφελώδους, Ἡρόδ. 7. 37 (ἀλλὰ δύο ἀντίγραφα ἔχουσι: ἐπὶ νεφελῶν, καὶ ἄλλα τινά: ἐπὶ νεφέων), Ἀριστ. Προβλ. 25. 18 καὶ 21 (πρβλ. πλώϊμος)· ὅταν ἐπινέφελον ᾖ, ἀντίθετον τῷ αἰθρίας οὔσης, ὁ αὐτ. ἐν Μετεωρ. 2. 9. 11, πρβλ. 26. 8, 3· ἐπ. οὖρον, θολόν, τεθολωμένον, Ἱππ. Ἀφ. 1252. ΙΙ. φέρων ἢ συνάγων νέφη, οἱ βορέαι ἐπινέφελοι Ἀριστ. Προβλ. 26. 62.

Greek Monolingual

ο (Α ἐπινέφελος, -ον)
νεοελλ.
γένος ακανθοπτερύγιων ιχθύων, του οποίου αντιπροσωπευτικό είδος είναι ο επινέφελος ο γίγας, κν. ροφός
αρχ.
1. συννεφιασμένος, νεφελώδης
2. θολός («ἐπινέφελον oὖρov», Ιπποκρ.)
3. (για άνεμο) αυτός που συγκεντρώνει τα σύννεφα («ἐπινέφελοι οἱ βορέαι», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + νεφέλη.

Greek Monotonic

ἐπινέφελος: -ον (νεφέλη), συννεφιασμένος, σκοτεινιασμένος, ἐπινεφέλων ὄντων (γεν. απόλ.), όντας ο καιρός νεφελώδης, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

ἐπι-νέφελος, ον νεφέλη
clouded, overcast, ἐπινεφέλων ὄντων (gen. absol.) the weather being cloudy, Hdt.