ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared
ο (AM ἐπινοητής, θηλ. ἐπινοήτρια) επινοώ1. αυτός που επινοεί, ο εφευρέτης2. αυτός που δίνει προσοχή σε κάτι.