επιποθώ

From LSJ

Ὕπνος πέφυκε σωμάτων σωτηρία → Incolumitas est corporis nostri sopor → Der rechte Weg ist zur Gesunderhaltung Schlaf

Menander, Monostichoi, 520

Greek Monolingual

(Α ἐπιποθῶ, -έω)
1. επιθυμώ επιπλέον, σφοδρά («τοῦτ’ ἐστὶν ὃ ἔτι ἐπιποθῶ», Πλάτ.)
2. επιζητώ με μεγάλη επιθυμία
3. λυπάμαι για την στέρηση, αποζητώ.