επιπρόσθετος
From LSJ
διήλθομεν διὰ πυρὸς καὶ ὕδατος → we went through fire and water, we have gone through fire and water
Greek Monolingual
-η, -ο
αυτός που προστίθεται επί πλέον ή κατόπιν («επιπρόσθετες ώρες δουλειάς»).
επίρρ...
επιπροσθέτως και -α
επί πλέον, εκτός τών άλλων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιπροσθέτω. Η λ. μαρτυρείται στον Π. Βράιλα Αρμένη].