επιπρόσωπος
From LSJ
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
Greek Monolingual
ἐπιπρόσωπος, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την εικόνα ενός προσώπου.
μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς πειρασμόν → lead us not into temptation
ἐπιπρόσωπος, -ον (Α)
επιγρ. αυτός που φέρει στην επιφάνειά του την εικόνα ενός προσώπου.