στεγαστήρ

From LSJ

ἔνδον γὰρ ἁνὴρ ἄρτι τυγχάνει, κάρα στάζων ἱδρῶτι καὶ χέρας ξιφοκτόνους → yes, the man is now inside, his face and hands that have slaughtered with the sword dripping with sweat

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: στεγαστήρ Medium diacritics: στεγαστήρ Low diacritics: στεγαστήρ Capitals: ΣΤΕΓΑΣΤΗΡ
Transliteration A: stegastḗr Transliteration B: stegastēr Transliteration C: stegastir Beta Code: stegasth/r

English (LSJ)

στεγαστῆρος, ὁ,
A coverer: hence, tile, Hsch. s.v. σωλῆνες; κέραμος σ. Poll.7.124, 10.182; ὁ στεγαστὴρ ὄροφος ib.172.
II = τὸ θριωτὸν (θρίωπον cod.) ἕψημα, Hsch.

German (Pape)

[Seite 932] ῆρος, ὁ, Dachziegel, Hesych. Erkl. von σωλήν.

Greek (Liddell-Scott)

στεγαστήρ: -ῆρος, ὁ, ὁ καλύπτων ἢ στεγάζων, κέραμος, «κεραμίδι», «τὸ θριωτὸν ἕψημα» Ἡσύχ., ἐν λ. σωλῆνες· κέραμος στ. Πολυδ. Ζ΄, 124, Ι΄, 182· ὁ στ. ὄροφος Ι΄, 172.