επιφαινόμενο
From LSJ
Greek Monolingual
το
(ουδ. της μτχ. ενεστ. του επιφαίνομαι, ως ουσ.)
1. το φαινόμενο που συνοδεύει ή επακολουθεί σε μια κατάσταση, το εξωτερικό και δευτερεύον σε σημασία φαινόμενο που αντιδιαστέλλεται από το κυρίως φαινόμενο που συγκεντρώνει το κύριο ενδιαφέρον
2. ιατρ. σύμπτωμα ή υπόλειμμα μιας ασθένειας το οποίο δεν εκδηλώνεται πάντοτε σταθερά
3. (ψυχολ.-φιλοσ.) πρόσθετο φαινόμενο που επακολουθεί χωρίς να συμβάλλει στον σχηματισμό ψυχικών φαινομένων.