ερίγμη

From LSJ

Ὡς αἰσχρὸν ἀνθρώποισίν ἐστ' ἀπληστία → Quam turpe hominibus est intemperantia → Wie schändlich ist doch für die Menschen Völlerei

Menander, Monostichoi, 561

Greek Monolingual

ἐρίγμη, ἡ (Α)
βλ. έρεγμα και έριγμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερείκω «σχίζω, συντρίβω» — το -ι- του τ. (αντί -ει-) είναι αποτέλεσμα συγχύσεως του ει με το -ι- (ιωτακισμός)].