ιωτακισμός
From LSJ
Greek Monolingual
ὁ (AM ἰωτακισμός)
νεοελλ.
1. το φωνολογικό φαινόμενο της μεταγεν. και νεώτερης ελληνικής, κατά το οποίο εξομοιώθηκε η προφορά ορισμένων φωνηέντων και διφθόγγων της αρχ. Ελληνικής (η [ē] υ [ū], ει [ĕi], ηι [ēi], οι [oi], υι [ui]) με την προφορά του φωνήεντος γιώτα, του ι , ανεξαρτήτως περιβάλλοντος
2. χαρακτηρισμός της ανωτέρω προφοράς τών Νέων Ελλήνων από τους ξένους
3. ιατρ. μερικός τραυλισμός, κατά τον οποίο ο πάσχων προφέρει το [i] σαν γαλλ. [i]j
μσν.
το να προφέρει κάποιος το ι διπλό, π.χ. Troiia, Maiia κ.λπ.
αρχ.
συχνή επανάληψη του ι (i, j) σε μια φράση, π.χ. lunio luno lovis iure irascitur. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἰωτα-κισμός < ἰώτα, αναλογικά προς τους τ. σολοι-κισμός, αττικ-ισμός].