ερίπνους

From LSJ

Ψεύδει γὰρ ἡ ‘πίνοια τὴν γνώμην → A second thought proves one's first thought false

Sophocles, Antigone, 389

Greek Monolingual

ἐρίπνους, -ουν (Α)
αυτός που φυσάει δυνατά, που έχει ισχυρή πνοή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + -πνους (< -πνοος), τ. στον οποίο απαντά η λ. πνοή (< πνέω) ως β’ συνθετικό (πρβλ. ευθύπνους, ηδύ-πνους)].