ερίφειος

From LSJ

Γαστρὸς δὲ πειρῶ πᾶσαν ἡνίαν κρατεῖν → Frenis regendus venter adductis tibi est → Mit straffem Zügel such' zu lenken deinen Bauch

Menander, Monostichoi, 81

Greek Monolingual

ἐρίφειος, -ον (Α) έριφος
αυτός που ανήκει στο ερίφιο, στο κατσίκι ή που παράγεται ή προέρχεται από ερίφιο («κρέα ἄρνεια, ἐρίφεια», Ξεν.).