ερίφιο

From LSJ

ἀσκεῖν περὶ τὰ νοσήματα δύο, ὠφελεῖν ἢ μὴ βλάπτειν → strive, with regard to diseases, for two things — to do good, or to do no harm | as to diseases, make a habit of two things — to help, or at least, to do no harm

Source

Greek Monolingual

και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι(-ν) και ρίφι(-ν))
κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ-ιον
υποκοριστικό της λ. έριφος].