Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ερίφιο

From LSJ

Ὁ μὴ δαρεὶς ἄνθρωπος οὐ παιδεύεται → Male eruditur ille, qui non vapulat → nicht recht erzogen wird ein nicht geschundner Mensch

Menander, Monostichoi, 422

Greek Monolingual

και (ε)ρίφι, το (AM ἐρίφιον, Μ και ἐρίφι(-ν) και ρίφι(-ν))
κατσικάκι, νεαρός γόνος αίγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερίφ-ιον
υποκοριστικό της λ. έριφος].