ερατώνυμος

From LSJ

εἰς πέλαγος σπέρµα βαλεῖν καὶ γράµµατα γράψαι ἀµφότερος µόχθος τε κενὸς καὶ πρᾶξις ἄκαρπος → throwing seeds and writing letters at sea are both a vain and fruitless endeavor

Source

Greek Monolingual

ἐρατώνυμος, -ον (Α)
(για την Ευρώπη που τήν ερωτεύθηκε ο Ζευς) αυτός που έχει ερατόν όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός «αγαπητός» + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].