ερατώνυμος
From LSJ
ἄνθρωποι κενεῆς οἰήσιος ἔμπλεοι ἀσκοί → oh men, wineskins full of empty opinion
ἐρατώνυμος, -ον (Α)
(για την Ευρώπη που τήν ερωτεύθηκε ο Ζευς) αυτός που έχει ερατόν όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός «αγαπητός» + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].