ἐρατώνυμος
From LSJ
ἀνδρῶν γὰρ ἐπιφανῶν πᾶσα γῆ τάφος → for illustrious men have the whole earth for their tomb, for heroes have the whole earth for their tomb, the whole earth is the tomb of famous men
English (LSJ)
ἐρατώνυμον, of gracious fame, κόρα B.16.31; ἀοιδά cj. in Stes. 44.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρατώνυμος: -ον, περὶ τῆς Εὐρώπης, ἡ ἐρατὸν ὄνομα ἔχουσα, ἐρατώνυμος κόρα Βακχυλ. XVII, 31, ἔκδ. Kenyon.
Greek Monolingual
ἐρατώνυμος, -ον (Α)
(για την Ευρώπη που τήν ερωτεύθηκε ο Ζευς) αυτός που έχει ερατόν όνομα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερατός «αγαπητός» + όνυμα αιολ. τ. του όνομα. Το ω λόγω του νόμου της «εκτάσεως εν συνθέσει»].