εργοφόρος

From LSJ

Πονηρὸν ἄνδρα μηδέποτε ποιοῦ φίλον (μηδέπω κτήσῃ φίλον) → Tibi numquam amicum facito moratum male → Nimm niemals einen schlechten Mann zum Freunde dir

Menander, Monostichoi, 453

Greek Monolingual

ἐργοφόρος, -ον (Α)
(για τις μέλισσες) φιλόπονος, πολυάσχολος.