εριαύχην

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

ἐριαύχην, ὁ, ἡ (AM)
1. αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι»)
2. υπερήφανος, καμαρωτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + αυχήν].