ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
ἐριαύχην, ὁ, ἡ (AM)1. αυτός που έχει ψηλό αυχένα («ἐριαύχενες ἵπποι»)2. υπερήφανος, καμαρωτός.[ΕΤΥΜΟΛ. < ερι- (επιτ. μόριο) + αυχήν].