γυναικόφρων γὰρ θυμὸς ἀνδρὸς οὐ σοφοῦ → it's an unwise man who shows a woman's spirit
ἐριστέφανος, -ον (Α) (ως επίθ. της Ρέας)αυτός που φέρει στο κεφάλι ψηλό στέμμα, ανυψωμένο στεφάνι επιγρ..[ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. μόριο ερι- + στέφανος.