εσπερικός

From LSJ

ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → it's better for a stranger to keep silence than to shout (Menander)

Source

Greek Monolingual

ἑσπερικός, -ή, -όν (Α) εσπέρα
αυτός που ανήκει στη δύση, ο δυτικός («ἑσπερικόν μῆλον», Αθήν.).