ακανόνιστος

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἀκανόνιστος, -ον) κανονίζω
1. αυτός που δεν είναι κανονισμένος, ο ατακτοποίητος
2. όποιος δεν έχει κανονικές διαστάσεις, ο ασύμμετρος
«ακανόνιστο δωμάτιο»
3. εκείνος που δεν έχει ρυθμιστεί με κοινή συμφωνία
«ακανόνιστος μισθός»
4. ο αντίθετος προς τους κανόνες της Εκκλησίας
5. εκείνος στον οποίο δεν έχει επιβληθεί «κανών», επιτίμιο από τον πνευματικό
6. (γενικά) αυτός που δεν έχει τιμωρηθεί για κάποιο παράπτωμα
αρχ.
(ουδ.) τὸ ἀκανόνιστον η αταξία.