ετικέτα

From LSJ

ἐς δὲ τὰ ἔσχατα νουσήματα αἱ ἔσχαται θεραπεῖαι ἐς ἀκριβείην, κράτισται → for extreme diseases, extreme methods of cure, as to restriction, are most suitable (Corpus Hippocraticum, Aphorisms 1.6.2)

Source

Greek Monolingual

η
1. μικρή επιγραφή που κολλιέται σε φιάλες, κιβώτια, σάκους, τετράδια κ.λπ. για να δηλώσει το περιεχόμενό τους και μερικές φορές την αξία τους
2. εθιμοτυπία, τύπος συμπεριφοράς, κοινωνικής αναστροφής, κοινωνικοί τρόποι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. etichetta < γαλλ. etiquette, παράγωγο του αρχ. ρ. estiquier, estiquer «συνδέω»].