τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
ἑτοιμομεμφής, -ές (Μ)αυτός που είναι έτοιμος να κατηγορήσει, ο φίλο κατήγορος.[ΕΤΥΜΟΛ. < έτοιμος + -μεμφής (< μέμφομαι), πρβλ. φιλομεμφής].