ἀπορράπτειν τὸ Φιλίππου στόμα ὁλοσχοίνῳ ἀβρόχῳ → sew up Philip's mouth with an unsoaked rush, stop Philip's mouth with an unsoaked rush, shut one's mouth without any trouble
και ετότε (Μ ἐτότες)
επίρρ. μσν. και νεοελλ. διαλεκτ. τ. του επιρρήματος τότε.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ε- ερμηνεύεται αναλογικά προ το ε- του ε-τούτος].