ὥσπερ ἀνέµου 'ξαίφνης ἀσελγοῦς γενοµένου → just as when a wind suddenly turns foul, just as when a wind suddenly turns nasty
εὐῆλιξ, ὁ, ἡ (ΑΜ)αυτός που έχει ωραίο παράστημα.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + ήλιξ «της ίδιας ηλικίας»].