ευγράμματος

From LSJ

ἡ τῶν θεῶν ὑπ' ἀνθρώπων παραγωγήdeceit of gods by humans

Source

Greek Monolingual

εὐγράμματος, -ον (ΑΜ)
μσν.
γραμματισμένος, μορφωμένος
αρχ.
καλλιγράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -γραμματος (< γράμμα, -ατος), πρβλ. εγγράμματος, μονογράμματος].