ἐὰν ᾖ τῳ θανάτου τετιμημένον → if sentence of death has been passed upon one
εὐεπίτακτος, -ον (Α)υπάκουος σε διαταγές.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + επί-τακτος (< επι-τάσσω)].