ευεργέτημα

From LSJ

βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά → there is much wisdom to be found in few words

Source

Greek Monolingual

το (ΑΜ εὐεργέτημα) ευεργετώ
αγαθή και ωφέλιμη πράξη που γίνεται για κάποιον
νεοελλ.
(νομ.) ευεργετική διάταξη ενός νόμου που επιτρέπει ιδιάζουσα λύση σε ορισμένες περιπτώσεις, η οποία ευνοεί ορισμένα άτομα ή τάξεις ατόμων («εὐεργέτημα πολυτέκνων»).