ευεργετώ
From LSJ
Greek Monolingual
-έω (ΑΜ εὐεργετῶ) ευεργέτης
1. κάνω κάποια καλή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον («εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ' ἐκτησάμην», Σοφ.)
2. προσφέρω με έργα υπηρεσία σε ομάδα ανθρώπων («ευεργέτησε την πατρίδα»)
νεοελλ.
παρέχω χρηματική βοήθεια
μσν.
χαρίζω, δωρίζω
(αρχ·) λαμβάνω τον τιμητικό τίτλο του ευεργέτη, ανακηρύσσομαι ευεργέτης.