ευεργετώ
From LSJ
εἰς τετρημένον πίθον ἀντλεῖν → run water into a punctured pitcher, to the perforated jar bale water, labour in vain, labor in vain
Greek Monolingual
-έω (ΑΜ εὐεργετῶ) ευεργέτης
1. κάνω κάποια καλή και ωφέλιμη πράξη σε κάποιον («εὐεργετῶν γὰρ καὐτὸς αὔτ' ἐκτησάμην», Σοφ.)
2. προσφέρω με έργα υπηρεσία σε ομάδα ανθρώπων («ευεργέτησε την πατρίδα»)
νεοελλ.
παρέχω χρηματική βοήθεια
μσν.
χαρίζω, δωρίζω
(αρχ·) λαμβάνω τον τιμητικό τίτλο του ευεργέτη, ανακηρύσσομαι ευεργέτης.