ευθυεργής

From LSJ

Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind

Menander, Monostichoi, 438

Greek Monolingual

εὐθυεργής, -ές (Α)
ο κατεργασμένος με επιμέλεια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)
πρβλ. ευεργής, κακοεργής].