Ὁ γραμμάτων ἄπειρος οὐ βλέπει βλέπων → Illiterata vita cum oculis caecitas → Wer unkundig im Lesen, sieht und ist doch blind
εὐθυεργής, -ές (Α)ο κατεργασμένος με επιμέλεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -εργής (< έργον)πρβλ. ευεργής, κακοεργής].