ευθύστομος
From LSJ
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
Greek Monolingual
εὐθύστομος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με ευθύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -στομος < στόμα.
ἐλαχίστου ἐδέησε διαφθεῖραι → narrowly missed destroying
εὐθύστομος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με ευθύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -στομος < στόμα.