ευθύστομος Search Google

From LSJ

γνοίης ὅσσον ὄνων κρέσσονες ἡμίονοι → you know how much better are donkeys from mules

Source

Greek Monolingual

εὐθύστομος, -ον (Α)
αυτός που μιλάει με ευθύτητα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευθυ- + -στομος < στόμα.