ευκάρδιος

From LSJ

ὃ σὺ μισεῖς ἑτέρῳ μὴ ποιήσεις → don't do to others what you don't want them to do to you

Source

Greek Monolingual

εὐκάρδιος, -ον (ΑΜ)
1. αυτός που έχει γενναία καρδιά, ο θαρραλέος, ο τολμηρός
2. (για ίππο) σφριγηλός, θυμοειδής
3. ο καλός για το στομάχι
3. αυτός που δυναμώνει την καρδιά, ο δυναμωτικός.
επίρρ...
εὐκαρδίως
με γενναία καρδιά, θαρραλέα, τολμηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + καρδία].