ευφραντός

From LSJ

Ἐσθλῷ γὰρ ἀνδρὶ τἆσθλὰ καὶ διδοῖ θεός → Bonis hominibus quid nisi bona det deus? → Dem edlen Mann gibt Gott auch das, was edel ist

Menander, Monostichoi, 141

Greek Monolingual

εὐφραντός, -ή, -όν (Α) ευφραίνω
1. ενεργ. αυτός που προκαλεί ευφροσύνη, ο ευχάριστος
2. παθ. αυτός που ευφραίνεται, ο γεμάτος χαρά
3. (το ουδ. πληθ.) τὰ Εὐφραντά
τίτλος έργου του Τιμοκράτους.
επίρρ...
εὐφραντῶς (Μ)
ευχάριστα, ευάρεστα.