ευχητήριος

From LSJ

Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticumWegzehrung für das Alter sorge stets dir vor

Menander, Monostichoi, 154

Greek Monolingual

-α, -ο εύχομαι
1. ευχετήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το ευχητήριο
το ευχετήριο, η γραπτή έκφραση ευχής.