ευχητήριος

From LSJ

Ἃ δέ σοι συνεχῶς παρήγγελλον, ταῦτα καὶ πρᾶττε καὶ μελέτα, στοιχεῖα τοῦ καλῶς ζῆν ταῦτ' εἶναι διαλαμβάνων (Epicurus, Letter to Menoeceus 123.2) → Carry on and practice the things I incessantly used to urge you to do, realizing that they are the essentials of a good life.

Source

Greek Monolingual

-α, -ο εύχομαι
1. ευχετήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το ευχητήριο
το ευχετήριο, η γραπτή έκφραση ευχής.