ευχητήριος
From LSJ
Ἐφόδιον εἰς τὸ γῆρας αἰεὶ κατατίθου → Bonum senectae compara viaticum → Wegzehrung für das Alter sorge stets dir vor
Greek Monolingual
-α, -ο εύχομαι
1. ευχετήριος
2. το ουδ. ως ουσ. το ευχητήριο
το ευχετήριο, η γραπτή έκφραση ευχής.