εχθροπραξία

From LSJ

τὸ κακὸν δοκεῖν ποτ' ἐσθλὸν τῷδ' ἔμμεν' ὅτῳ φρένας θεὸς ἄγει πρὸς ἄταν → evil appears as good to him whose mind the god is leading to destruction (Sophocles, Antigone 622f.)

Source

Greek Monolingual

η
1. εχθρική πράξη ή ενέργεια
2. πληθ. οι εχθροπραξίες
ένοπλες συρράξεις ανάμεσα σε αντίπαλα στρατόπεδα, πολεμικές επιχειρήσεις («σταμάτησαν οι εχθροπραξίες»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < εχθρός + -πραξία (< πράξις), πρβλ. απραξία, κοινοπραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστ. Πολυζωίδη].