κοινοπραξία

From LSJ

Εὑρεῖν τὸ δίκαιον πανταχῶς οὐ ῥᾴδιον → Difficile inventu est iustum, ubi ubi quaesiveris → Zu finden, was gerecht ist, ist durchaus nicht leicht

Menander, Monostichoi, 178

Greek (Liddell-Scott)

κοινοπραξία: ἡ, = τῷ προηγ., Θεοφ. Σιμοκ. 192, 9.

Greek Monolingual

η (Μ κοινοπραξία)
η από κοινού άσκηση δικαιώματος σε ένα πράγμα
νεοελλ.
(νομ.) η από κοινού ενέργεια, η κοινή σύμπραξη πολλών φυσικών ή νομικών προσώπων για την επίτευξη κοινού σκοπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραξία (< πρᾶξις < πράσσω), πρβλ. απραξία, ισοπραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως].