κοινοπραξία
From LSJ
μὴ μόνον τοὺς ἁμαρτάνοντας κόλαζε, ἀλλὰ καὶ τοὺς μέλλοντας κώλυε → punish not only those who do wrong, but those who intend to do so
Greek (Liddell-Scott)
κοινοπραξία: ἡ, = τῷ προηγ., Θεοφ. Σιμοκ. 192, 9.
Greek Monolingual
η (Μ κοινοπραξία)
η από κοινού άσκηση δικαιώματος σε ένα πράγμα
νεοελλ.
(νομ.) η από κοινού ενέργεια, η κοινή σύμπραξη πολλών φυσικών ή νομικών προσώπων για την επίτευξη κοινού σκοπού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κοινός + -πραξία (< πρᾶξις < πράσσω), πρβλ. απραξία, ισοπραξία. Η λ. μαρτυρείται από το 1879 στην εφημερίδα Νεολόγος Κωνσταντινουπόλεως].