εχθρώδης

From LSJ

Νέῳ δὲ σιγᾶν μᾶλλον ἢ λαλεῖν πρέπει → Iuvenem magis tacere quam fari decet → Dem jungen Mann steht Schweigen mehr als Reden an

Menander, Monostichoi, 375

Greek Monolingual

ἐχθρώδης, -ες (ΑΜ) εχθρός
γεμάτος εχθρότητα, εχθρικός.
επίρρ...
ἐχθρωδῶς (ΑΜ)
με εχθρικό τρόπο, εχθρικά.