εύδροσος

From LSJ

εὖτ' ἂν ὑπὸ τοῦ κακοῦ κτεινέωνται → when the disease is proceeding towards a fatal termination

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔδροσος, -ον)
γεμάτος δροσιά ή δροσερό νερό («εὔδροσοι παγαί, τόποι, νασμοί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + δρόσος.