εύρηκα

From LSJ

Greek Monolingual

(ΑΜ εὕρηκα)
(παρακμ. του ευρίσκω) επιφώνηση θριάμβου που γίνεται για σπουδαία ανακάλυψη (η περιώνυμη επιφώνηση του Αρχιμήδη).