εύτεκνος

From LSJ

Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück

Menander, Monostichoi, 125

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔτεκνος, -ον)
αυτός που έχει πολλά και καλά τέκνα, ο ευτυχής για τα τέκνα του
μσν.-αρχ.
(για γυναίκα) γόνιμη, αυτή που είναι καλή για τεκνογονία
αρχ.
1. (για πατρίδα, γη, χώρα κ.λπ.) αυτή που παράγει καλά τέκνα
2. (για χρησμούς) αυτός που υπόσχεται καλά τέκνα
3. (για ζώα) αυτός που περιποιείται τα μικρά του, ο φιλόστοργος
4. φρ. «εὔτεκνος ξυνωρίς» — ζεύγος καλών τέκνων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τεκνος (< τέκνον), πρβλ. πολύτεκνος, φιλότεκνος].