εύτροφος
From LSJ
Greek Monolingual
εὔτροφος, -ον (ΑΜ)
αυτός που τρέφει καλά, ο θρεπτικός, ο υγιεινός
μσν.
(για ποταμό) αυτός που χαρίζει ευφορία, ο γονιμοποιός
αρχ.
1. (για παιδιά) καλοθρεμμένος
2. (για νόσους) αυτός που επιτείνεται, που επεκτείνεται
3. (για δέντρα) ακμαίος, θαλερός, εύρωστος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τροφος (< τρέφω)].