ἀρχαιότερα τῆς διφθέρας λέγεις → you speak things older than the leather scroll
-η, -ο (Μ εὔτυχος, -ον)ευτυχής.[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -τυχος (< τύχη), πρβλ. δύσ-τυχος, κακό-τυχος].