εἴω

From LSJ

Εὔτακτον εἶναι τἀλλότρια δειπνοῦντα δεῖModestia est servanda cenanti foris → Sich fügen muss, wer fremdes Eigentum verzehrt

Menander, Monostichoi, 157

French (Bailly abrégé)

v. εἰμί.

Russian (Dvoretsky)

εἴω: эп. (= ἔω и ὧ) praes. conjct. к εἰμί.

Greek (Liddell-Scott)

εἴω: Ἐπ. ἀντὶ ἔω, ὦ, ὑποτακτ. ἐνεστ. τοῦ εἰμὶ (ὑπάρχω).

Greek Monotonic

εἴω: Επικ. αντί ἔω, , ενεστ. υποτ. του εἰμί (sum).