εὐδήλως

From LSJ

Δημήτριος Γλαύκου προφητεύων ἀνέθηκε τοὺς λαμπαδηφόρους ... καὶ περιραντήρια ... → Demetrius son of Glaukos, being prophet, dedicated torch-bearers ... and lustral basins ...

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
très clairement.
Étymologie: εὔδηλος.

Russian (Dvoretsky)

εὐδήλως: ясно, внятно (φράζειν Plut.).