εὐρώστως
From LSJ
τά γε μὰν λίνα πάντα λελοίπει ἐκ Μοιρᾶν → but all the thread granted him by the Fates had run out
French (Bailly abrégé)
adv.
avec vigueur, avec force.
Étymologie: εὔρωστος.
Russian (Dvoretsky)
εὐρώστως: с силой, сильно, решительно (παρατάσσειν Xen.; διὰ τῶν πολεμίων ὠθεῖσθαι Plut.).