εὐφημῶ

From LSJ

Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz

Menander, Monostichoi, 378

Mantoulidis Etymological

(=μεταχειρίζομαι καλά λόγια, σωπαίνω). Ἀπό τό εὔφημος (εὖ + φήμη) τοῦ φημί.
Παράγωγα: εὐφημία, εὐφήμως, εὐφημητέον, εὐφημητικός, εὐφημίζω, εὐφημισμός (=ἡ μεταχείριση καλῆς λέξης ἀντί κακῆς).