εὐφημῶ
From LSJ
Νόμος γονεῦσιν ἰσοθέους τιμὰς νέμειν → Iubet parentes lex coli iuxta deos → Die Eltern gleich den Göttern ehren ist Gesetz
Mantoulidis Etymological
(=μεταχειρίζομαι καλά λόγια, σωπαίνω). Ἀπό τό εὔφημος (εὖ + φήμη) τοῦ φημί.
Παράγωγα: εὐφημία, εὐφήμως, εὐφημητέον, εὐφημητικός, εὐφημίζω, εὐφημισμός (=ἡ μεταχείριση καλῆς λέξης ἀντί κακῆς).