εὔπεμπτος

From LSJ

Ὀργὴ φιλούντων ὀλίγον ἰσχύει χρόνον → Amantis ira ferre aetatem non potest → Der Zorn von Liebenden hat Macht nur kurze Zeit

Menander, Monostichoi, 410
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔπεμπτος Medium diacritics: εὔπεμπτος Low diacritics: εύπεμπτος Capitals: ΕΥΠΕΜΠΤΟΣ
Transliteration A: eúpemptos Transliteration B: eupemptos Transliteration C: eypemptos Beta Code: eu)/pemptos

English (LSJ)

missilis, Glossaria.

Greek (Liddell-Scott)

εὔπεμπτος: -ον, ὁ εὐκόλως πεμπόμενος, Γλωσσ.

Greek Monolingual

εὔπεμπτος, -ον (Α)
αυτός που στέλνεται ή αποπέμπεται εύκολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πεμπτός (< πέμπω «στέλλω»)].