εὔχαρι
ἄλλος Ἡρακλῆς, ἄλλος αὐτός → close friendship, close friend, another Hercules—another self, another Heracles—another self
German (Pape)
[Seite 1108] ιτος, anmutig, angenehm; neben μεγαλοπρεπής Plat. Rep. VI, 487 a; καὶ ἔμμετρος διάνοια 486 d; ἀστεῖοι καὶ εὐχάριτες, artig, Xen. Cyr. 2, 2, 12; Folgde; κατὰ τὰς ἐντεύξεις εὔχ. Pol. 22, 21, 3; ἐν ταῖς ὁμιλίαις 24, 5, 7; ἐν τῷ διδόναι, freigebig, Plut. Artax. 4; τὸ εὔχαρι, die Artigkeit, Xen. Ages. 8, 1, vgl. 11, 11; von der Rede, εὔχ. ἅμα καὶ δεινὸς ἦν Plut. Cat. mai. 7; beliebt, Xen. Cyr. 7, 4, 1; Ἀφροδίτη, wohlwollend, gnädig, Eur. Heracl. 894; – οὐδὲν μελιττῶν εὐχαριτώτερον, Ael. N. A. 1, 59. Der superl. εὐχαριτώτατος wird mit εὐχαριστότατος verwechselt, App. B. C. 2, 26.
Russian (Dvoretsky)
εὔχᾰρι: τό обходительность, обаяние Xen.